Σήμερα συμπληρώνονται 33 χρόνια από το θάνατο του Νίκου Πουλαντζά, του σημαντικότερου, ίσως έλληνα διανοητή του περασμένου αιώνα. Η σημαντικότερη ίσως συνεισφορά του είναι η συζήτηση για μια δομική θεώρηση του κράτους και των τάξεων.
Ο Πουλαντζάς ξεκινάει στο τελευταίο, χρονικά, βιβλίο του, Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός από τον ορισμό του κράτους ως «συμπύκνωση ενός ταξικού συσχετισμού δυνάμεων». Η διατύπωση αυτή είναι αναμφίβολα διφορούμενη:
1) Αφ’ ενός, αποτελεί αναδιατύπωση των παλιότερων θέσεων που ο Πουλαντζάς είχε δανειστεί από τον Αλτουσέρ, και οι οποίες αντιλαμβάνονταν το κράτος όχι απλώς ως ένα «εργαλείο» στα χέρια της κυρίαρχης τάξης, αλλά ως την πολιτική συμπύκνωση των ταξικών σχέσεων εξουσίας. Η παραδοχή αυτή για το κράτος διαπερνάται πέρα για πέρα από την πάλη των τάξεων και συνακόλουθα υπόκειται σε σωρεία μετασχηματισμών, ανάλογα με τις μεταβολές του πολιτικού και κοινωνικού συσχετισμού των δυνάμεων στο εσωτερικό του συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού, του οποίου το κράτος αποτελεί τη «συγκεφαλαίωση» και τον «επίσημο εκπρόσωπο». Υπό το πρίσμα αυτό το Κράτος δεν είναι κομμάτι της αστικής δημοκρατίας de facto, παρά μόνο η συνόψιση της άρχουσας τάξης. Στην αστική – καπιταλιστική δημοκρατία το αστικό καπιταλιστικό κράτος διαφοροποιείται από το κράτος ως έννοια όχι κατά τρόπο απόλυτο, αλλά ως μια έκφανση που εκπορεύεται από την κυριαρχία της καταδεικνυόμενης αστικής – πλουτοκρατικής τάξης.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο «πυρήνας» του καπιταλιστικού κράτους, (δηλαδή τα θεμελιώδη δομικά χαρακτηριστικά του: η ιεραρχική γραφειοκρατική δομή του, η «αταξική» λειτουργία του με βάση τους κανόνες του Δικαίου και την αστική ιδεολογία του κοινού εθνικού συμφέροντος κλπ.), παραμένει αναλλοίωτος, όσο καιρό η καπιταλιστική πολιτική εξουσία δεν έχει ανατραπεί. Απαραίτητη και αναγκαία, επομένως, προϋπόθεση για την ανατροπή της καπιταλιστικής πολιτικής εξουσίας, για την κατάληψη της από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της είναι η ανατροπή συντριβή του κρατικού μηχανισμού καταστολής (και ορισμένων ιδεολογικών κρατικών μηχανισμών) που συμπυκνώνει ακριβώς το «δομικό πυρήνα» του αστικού κράτους, δηλαδή της αστικής πολιτικής εξουσίας. (Στη συνέχεια, φυσικά, η εδραίωση του σοσιαλισμού, δηλαδή της εργατικής εξουσίας ως μεταβατικού κοινωνικού καθεστώτος από τον καπιταλισμό προς τον κομμουνισμό απαιτεί τη «συνέχιση της επανάστασης», δηλαδή τη συνεχή επαναστατικοποίηση και ανατροπή του κρατικού μηχανισμού καταστολής αλλά και των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους - σχολείο, οικογένεια, θρησκεία, πολιτικό σύστημα αντιπροσώπευσης, κ.λπ., παράλληλα με τον επαναστατικό μετασχηματισμό των παραγωγικών σχέσεων.
2) Αφ’ ετέρου, η διατύπωση ότι το κράτος αποτελεί «συμπύκνωση ενός ταξικού συσχετισμού δυνάμεων» θέλει να δηλώσει την ανυπαρξία ενός τέτοιου υλικού δομικού «πυρήνα» του καπιταλιστικού κράτους, ο οποίος προσδιορίζει τον κοινωνικό χαρακτήρα αυτού του κράτους (δηλαδή τον ταξικό χαρακτήρα των - φαινομενικά «κοινωφελών» ή κοινωνικά ουδέτερων - λειτουργιών του), και ο οποίος δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να καταργηθεί στο πλαίσιο της νομιμότητας και των λειτουργιών που «επιτρέπει» (δηλαδή επιτελεί) αυτό το κράτος. Υπαινίσσεται, επομένως, αυτή η εκδοχή, ότι ο μεταρρυθμισμός, δηλαδή η συνεχής τροποποίηση των λειτουργιών του κράτους (ως διαδικασία, φυσικά, που πηγαίνει παράλληλα με την τροποποίηση των ταξικών συσχετισμών δύναμης χωρίς την οποία δεν νοείται μετασχηματισμός της κοινωνίας) οδηγεί στο σοσιαλισμό, δηλαδή στη μετεξέλιξη της καπιταλιστικής πολιτικής εξουσίας σε εργατική πολιτική εξουσία.
Βεβαίως, η εκδοχή αυτή όποτε αποφασίζει να μιλήσει συγκεκριμένα για το καπιταλιστικό κράτος και τους μηχανισμούς του τον υποχρεώνει να θεωρήσει τα δομικά χαρακτηριστικά αυτού του κράτους ως κοινωνικά ουδέτερα, ως χαρακτηριστικά που αρμόζουν σε κάθε κράτος, και τα οποία, ανάλογα με την περίπτωση (συνήθως ανάλογα με το ποιος βρίσκεται στην κυβέρνηση) αποκτούν ένα συντηρητικό ή/και καπιταλιστικό ή ένα δημοκρατικό σοσιαλιστικό περιεχόμενο και λειτουργία: Αφού ο μεταρρυθμισμός γνωρίζει ότι δεν μπορεί ούτε να καταργήσει την υπάρχουσα μορφή της κρατικής διοίκησης, ούτε να αμφισβητήσει τις αρχές του Δικαίου και το μηχανισμό ποινικής καταστολής, ούτε να αρνηθεί τα δομικά χαρακτηριστικά της εκπαιδευτικής λειτουργίας, ούτε να αντικαταστήσει το στρατό ή την αστυνομία με μια ριζικά διαφορετική κοινωνική ή .κρατική μορφή και λειτουργία, ούτε να αμφισβητήσει την κοινωνική ιεραρχία που πηγάζει από τη διάκριση χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας κ.λπ., υποχρεώνεται να ταυτίσει το σοσιαλισμό με τη «Δικαιοσύνη», τον «πλουραλισμό», το «κοινωνικό κράτος» και, φυσικά, την περίφημη «αναδιανομή του εθνικού προϊόντος», την οποία υποτίθεται ότι μπορεί να πραγματοποιήσει το κράτος αν «οδηγηθεί» σωστά από μια κυβέρνηση με αριστερή «πολιτική βούληση».
Αυτή τη δεύτερη εκδοχή για το καπιταλιστικό κράτος υιοθετεί στο παρόν βιβλίο του ο Πουλαντζάς, παρότι, βέβαια, παραμένει σε ένα επίπεδο αφαίρεσης που τον προφυλάσσει από το να ταυτισθεί άμεσα με όλες τις αγοραίες πολιτικές αντιλήψεις του μεταρρυθμισμού: «Το ζήτημα ενός δημοκρατικού σοσιαλισμού τίθεται σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες» υποστηρίζει, λοιπόν ο Πουλαντζάς και διευκρινίζει: «Ο δημοκρατικός δρόμος στο σοσιαλισμό είναι μια μακρά διαδικασία κατά την οποία ο αγώνας των λαϊκών μαζών δεν στοχεύει στην εγκαθίδρυση μιας δυαδικής εξουσίας (...) αλλά προσανατολίζεται προς τις εσωτερικές αντιφάσεις του κράτους». Το απόσπασμα, αν και σύντομο, περιέχει κάποιες ασάφειες. Ας αναφέρουμε για παράδειγμα: Ο αγώνας των λαϊκών μαζών δεν «στοχεύει» προς τη μια ή την άλλη στρατηγική πρόταση. Η κίνηση των μαζών προκύπτει ως «αντικειμενική κατάσταση» μέσα στην εκάστοτε συγκυρία της πάλης των τάξεων. Ενώ από την άλλη η επαναστατική κατάσταση και η δυαδική εξουσία προέκυψε – πάντοτε ιστορικά – σαν αποτέλεσμα μιας συγκυρίας όξυνσης όλων των κοινωνικών και πολιτικών αντιφάσεων, ιδίως δε αυτών που διαπερνούν το κράτος.
Τα πράγματα γίνονται πιο σαφή, (αν και προβληματικά για κάποιους κριτικούς) όταν ο Πουλαντζάς εκθέτει με αναλυτικό τρόπο τις απόψεις του σχετικά με το «δημοκρατικό δρόμο στο σοσιαλισμό»: «Ο δημοκρατικός δρόμος στο σοσιαλισμό είναι μια μακρά διαδικασία που η πρώτη της φάση περιλαμβάνει την αμφισβήτηση της ηγεμονίας του μονοπωλιακού κεφαλαίου, όμως όχι την απότομη ανατροπή του πυρήνα των παραγωγικών σχέσεων. Πράγματι, η αμφισβήτηση της ηγεμονίας του μονοπωλιακού κεφαλαίου προϋποθέτει μια σημαντική αλλαγή του συνολικού οικονομικού μηχανισμού, αλλά αυτός ο μετασχηματισμός δεν μπορεί σ' αυτή τη φάση να ξεπεράσει συγκεκριμένα όρια γιατί αλλιώς υπάρχει ο κίνδυνος καταστροφής της οικονομίας»
Για να θεμελιώσει θεωρητικά τις απόψεις του αυτές, που δεν διαφοροποιούνται από τις –τότε– προγραμματικές διακηρύξεις των Κομμουνιστικών Κομμάτων της Δυτικής Ευρώπης, ο Πουλαντζάς καταφεύγει σε ένα διπλό ελιγμό:
α) Υποστηρίζει ότι υφίσταται ένας συγκεκριμένος τύπος «κρίσης του κράτους», που καθιστά εφικτό το «δημοκρατικό δρόμο στο σοσιαλισμό»: «Υπάρχουν περισσότερα είδη πολιτικής κρίσης (...)δεν πρόκειται ούτε για μια κρίση διπλής εξουσίας, ούτε ακόμη περισσότερο για μια κρίση που οδηγεί στο φασισμό (...) Αυτή η κρίση του κράτους ανοίγει στην Αριστερά νέες αντικειμενικές δυνατότητες για το δημοκρατικό δρόμο στο σοσιαλισμό».
β) Ισχυρίζεται ότι τα χαρακτηριστικά που θα προσλάβει ο «δημοκρατικός δρόμος στο σοσιαλισμό» («αμφισβήτηση της ηγεμονίας του μονοπωλιακού κεφαλαίου, όχι όμως και απότομη ανατροπή του πυρήνα των παραγωγικών σχέσεων» και των κεκτημένων της παρούσας άρχουσας τάξης) προκύπτουν από το γεγονός ότι ο «οικονομικός μηχανισμός του κράτους», δηλαδή ο μηχανισμός με βάση τον οποίο ασκείται η οικονομική πολιτική του κράτους, έχει αναδειχθεί σε κυρίαρχο κρατικό μηχανισμό: «Είναι αυτονόητο ότι αυτός ο οικονομικός μηχανισμός είναι σήμερα η προνομιακή έδρα της μονοπωλιακής μερίδας που κατέχει στο συνασπισμό εξουσίας την ηγεμονία - και αυτό δεν είναι συμπτωματικό». Μιλάμε δηλαδή για ένα οικονομικοκεντρικό κράτος δομημένο στις αξίες του αστισμού και της ελεύθερης αγοράς (αξίες που στην ουσία δε διαφοροποιούνται ουσιαστικά μεταξύ τους).
το γεγονός της διεθνοποίησης και η συγκρότηση των πολυεθνικών ολοκληρώσεων δεν πρέπει να οδηγεί σε θεωρίες περί τέλους, υποβάθμισης ή μαρασμού του κράτους. Ο Πουλαντζάς, που με αξιοθαύμαστη διορατικότητα είχε αναφερθεί στο πρόβλημα από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, παρατήρησε πως το πέρασμα σε κάθε νέα στάδιο της διεθνοποίησης προκαλεί την υπερ-εθνικοποίηση των κρατών. Αυτό σημαίνει ότι το κράτος οφείλει να ανταποκριθεί όσο το δυνατό καλύτερα στα νέα δεδομένα. Δηλαδή να μεριμνά για τη συνοχή του συνασπισμού εξουσίας, την αναπαραγωγή των αστικών κοινωνικών σχέσεων, την πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία της κυρίαρχης τάξης αλλά και την αναβάθμιση της θέσης του κοινωνικού σχηματισμού στο εσωτερικό της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας. Με αυτήν την έννοια οι θεμελιώδεις λειτουργίες του κράτους δεν τροποποιούνται ακόμα και στην περίπτωση που η δυναμική της διεθνοποίησης και της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης επιτάσσουν μία σειρά από ενέργειες που μέχρι πρότινος θα ήταν αδιανόητες. Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων αλλαγών αποτελούν η πορεία προς το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, οι αρμοδιότητες που αναλαμβάνει η Ευρωπαϊκή Τράπεζα αλλά και μία σειρά από λειτουργίες των υπηρεσιών των Βρυξελλών. Παράλληλα, η διαδικασία αναβάθμισης των λειτουργιών του εθνικού κράτους που αποσκοπούν στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των εθνικών κεφαλαίων και τη μετακύλιση του κόστους της στα λαϊκά στρώματα εντείνει τη μετάθεση των εξουσιών προς κέντρα αδιαπέραστα στο λαϊκό έλεγχο (τραπεζίτες, κυβερνητικές επιτροπές, τεχνοκρατικά επιτελεία, πρωθυπουργικοί σύμβουλοι) εντείνοντας τα χαρακτηριστικά του αυταρχικού κράτους.
Μόνο μέσα από αυτό το πρίσμα μπορεί να γίνει κατανοητή η ιδιαιτερότητα της σχέσης εθνικού-υπερεθνικού στις νέες συνθήκες. Η διαδικασία των συναποφάσεων των εθνικών κρατών στα πλαίσια των υπερεθνικών ολοκληρώσεων περιλαμβάνει μία σειρά από σύνθετες πτυχές που ξεπερνούν κατά πολύ τη μονοδιάστατη σχέση κράτος-υπερεθνική οντότητα. Στην πραγματικότητα είναι παρόντα και όλα τα κράτη-μέλη (το καθένα με τα ιδιαίτερα συμφέροντα και τις επιδιώξεις του), γεγονός που οδηγεί στη διαμόρφωση συμμαχιών, εξισορροπητικών τάσεων αλλά και αντιπαλοτήτων και αδιεξόδων. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα νέο πεδίο δράσης όπου το εθνικό κράτος μεταβάλλεται στο φορέα διαχείρισης των νέων συμμαχιών καθώς και του περιεχομένου τους, ανάλογα με τη στρατηγική και τους στόχους που έχουν ήδη χαραχθεί σε εθνικό επίπεδο.
Για να το πούμε διαφορετικά, δεν υπάρχει κάποια «υπερφυσική» δύναμη που ωθεί τα εθνικά κράτη να ενταχτούν στις υπερεθνικές ολοκληρώσεις αλλά η επίγνωση πως με αυτό τον τρόπο θα ωφεληθούν περισσότερο τα συμφέροντα της ηγετικής μερίδας του εθνικού συνασπισμού εξουσίας. Στο εσωτερικό των ολοκληρώσεων μέσα από δυσχερείς διαπραγματεύσεις λαμβάνονται αποφάσεις που, συμπυκνώνοντας τον υπάρχοντα συσχετισμό δύναμης μεταξύ των διαφορετικών μελών, αποσκοπούν στη καλύτερη δυνατή διαχείριση των ταξικών συμφερόντων που εκφράζουν. Στην περίπτωση που υπάρχει ριζική διαφωνία ενός μέλους τότε είτε δεν συμμετέχει σε αυτά που οι άλλοι αποφασίζουν είτε προβάλλει βέτο. Παράλληλα, ο σχηματισμός των νέων ολοκληρώσεων δημιουργεί την ανάγκη συγκρότησης γραφειοκρατικών θεσμών διαχείρισης των πρακτικών ζητημάτων που άπτονται της εφαρμογής των διεθνών αποφάσεων. Κατ’ αυτό τον τρόπο η «γραφειοκρατία των Βρυξελλών», π.χ., δεν αποτελεί όργανο ξεκομμένο από τις επιδιώξεις των εθνικών κρατών αλλά ένα υποστηρικτικό θεσμικό σύνολο που, διατηρώντας τις ιδιαιτερότητες της διοικητικής γραφειοκρατίας, συμπυκνώνει και αναπαράγει τους εθνικούς και οικονομικούς ανταγωνισμούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου